- ἀγρέμιον
- ἀγρέμιονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγρέμιος — ἀγρέμιος, ον (Α) [ἄγρα] 1. αυτός που πιάστηκε σε κυνήγι 2. το ουδ. ως ουσ. τo αγρέμιον, η άγρα, το κυνήγι … Dictionary of Greek